- τοξικομανία
- η наркомания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοξικομανία — Η συνήθεια ορισμένων ατόμων να επιζητούν τη χρήση ουσιών που προξενούν ευχάριστα συναισθήματα ή καταπραΰνουν τους πόνους (αιθέρας, όπιο, κοκαΐνη, χασίς κλπ.), οδηγούν όμως σε σοβαρές χρόνιες δηλητηριάσεις. Γρήγορα το άτομο καταλαμβάνεται από… … Dictionary of Greek
τοξικομανία — η αρρωστημένη συνήθεια μέχρι μανίας για χρήση τοξικών (ναρκωτικών) ουσιών (μορφίνης, ηρωίνης κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηρωινομανία — η τοξικομανία από ηρωίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heroinomanie < heroino (πρβλ. ηρωίνη) + manie (πρβλ. μανία)] … Dictionary of Greek
καναβισμός — και κανναβισμός, ο [καν(ν)αβις] η καθ έξιν χρήση τής ινδικής κάν(ν)αβης, τού χασίς, ως τοξικής ουσίας, ως ναρκωτικού, η τοξικομανία τού χασίς … Dictionary of Greek
κοκαϊνομανία — η, και κοκαϊνισμός, ο ιατρ. τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomanie < cocaine (< coca + ine) + manie (πρβλ. μανία < μανία <… … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
ναρκομανία — η μανιώδης τάση για χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. narcomania < νάρκη + μανία (< μανής)] … Dictionary of Greek
οπιομανία — η τοξικομανία από όπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπιομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
τοξικομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από τοξικομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκο μανής] … Dictionary of Greek